λιγουριάζω

λιγουριάζω
1. μετ. вызывать тошноту, отвращение;
2. αμετ. испытывать тошноту, отвращение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λιγουριάζω" в других словарях:

  • λιγουριάζω — λιγουριάζω, λιγούριασα, λιγουριασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιγουριάζω — [λιγούρα] 1. επιφέρω λιγούρα, προξενώ αηδία 2. καταλαμβάνομαι από λιγούρα …   Dictionary of Greek

  • λιγουριάζω — λιγούριασα, μτβ. και αμτβ., προκαλώ λιγούρα ή με πιάνει αηδία: Αυτή η τούρτα τον λιγούριασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγώνω — λιγώνω, λίγωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιγούριασμα — το [λιγουριάζω] 1. η πρόκληση λιγούρας 2. η λιγούρα …   Dictionary of Greek

  • ξελιγουριάζομαι — τρώω κάτι για να μην αισθάνομαι λιγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγουριάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»